ιεραποστολικός

ιεραποστολικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ιεραποστολή ή στον ιεραπόστολο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιεραπόστολος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Κων / νο Οικονόμο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ιεραποστολικός, -ή — ό επίρρ. ά αυτός που έχει τα χαρακτηριστικά του ιεραπόστολου ή που αναφέρεται στην ιεραποστολή: Ανέλαβε το έργο με ιεραποστολικό ζήλο. – Τον περασμένο αιώνα ιδρύθηκαν ιεραποστολικές εταιρείες. – Ιεραποστολική δράση της Eκκλησίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”